- ὁδοποιῶ
- ὁδοποιέωmakepres subj act 1st sg (attic epic doric)ὁδοποιέωmakepres ind act 1st sg (attic epic doric)ὁδοποιόςone who opens the waymasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδοποιώ — ὁδοποιῶ, έω (Α) [οδοποιός] 1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.) 2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.) 3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε… … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
οδοποίησις — ὁδοποίησις, ἡ (ΑΜ) [οδοποιώ] μσν. εθισμός αρχ. (κυρίως για μτφ. σημ.) προετοιμασία, προπαρασκευή, προειδοποίηση … Dictionary of Greek
οδοποιητικός — ή, ό (ΑΜ ὁδοποιητικός, ή, όν) [οδοποιώ] κατάλληλος για την κατασκευή οδού, δρόμου νεοελλ. φρ. «οδοποιητικό μηχάνημα» μηχάνημα ειδικά εξοπλισμένο που χρησιμοποιείται στα έργα οδοποιίας … Dictionary of Greek
προοδοποιώ — έω, ΜΑ προετοιμάζω την οδό, ετοιμάζω τον δρόμο (α. «ὁ δὲ παιδαγωγὸς οὐκ ἐναντίος τῷ διδασκάλῳ ἀλλὰ προοδοποιῶν αύτῷ», Ιωάνν. Δαμασκ. β. «πάντα γὰρ δεῑ τὰ τοιαῡτα προοδοποιεῑν πρὸς τὰς ὕστερον διατριβάς», Αριστοτ.) αρχ. 1. προετοιμάζω, ετοιμάζω εκ … Dictionary of Greek